Hemmens: Με τα πρόσφατα ελληνικά συμβάντα ακόμη ζωντανά στο μυαλό του καθένα, είναι ξεκάθαρο πως η οικονομική κρίση του 2008 είναι πολύ μακρυά απ’ το να θεωρηθεί μια απλή διαταραχή σε ένα καπιταλιστικό σώμα υγιές κατά τα άλλα. Διαφορετικά από αυτούς που αποδίδουν αυτή την κρίση στην κακή διαχείριση ή στην καπιταλιστική απληστία, πως μας βοηθά, η Κριτική της αξίας, να καταλάβουμε τι συμβαίνει δομικά πίσω από την εμφάνιση αυτών των καταρρεύσεων σχεδόν μοιραίων των οικονομικών συστημάτων και των εθνικών οικονομιών?
Jappe: Οι αστοί θεωρητικοί πάντα πίστευαν «αιώνιο» τον καπιταλισμό διότι, ισχυρίζονται, βρίσκεται σε συμφωνία με την «ανθρώπινη φύση. Γι αυτούς, όλες οι κρίσεις είναι μόνο κυκλικές και μεταβατικές: τις αντιλαμβάνονται σαν αποτέλεσμα των ανισορροπιών ανάμεσα σε ζήτηση και προσφορά φτάνουν στο σημείο να τις επαινούν σαν «δημιουργική καταστροφή». Για τους μαρξιστές, ο καπιταλισμός είναι παροδικός και είναι καταδικασμένος να ξεπεραστεί, μιαν ημέρα, μα η κατάργησή του περιμέναμε πάντα πως θα ήταν το αποτέλεσμα επαναστατικών δράσεων της εργαζόμενης τάξης ή κάποιου άλλου οργανωμένου αντιπάλου. H πιθανότητα ο καπιταλισμός να έχει εσωτερικά όρια που θα μπορούσε να έχει αγγίξει, μετά τον θάνατο του Marx σχεδόν ποτέ δεν λήφθηκε υπ’ όψιν.
Όταν ο παραδοσιακός μαρξισμός προέβλεψε μια τελική κατάρρευση, πάντα θεωρούσε πως αυτό θα είχε την μορφή μιας πολιτικής επανάστασης που θα ήταν το αποτέλεσμα των ανυπόφορων συνθηκών που δημιουργεί η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Υπάρχει, ωστόσο, ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που δεν λαμβάνονταν υπ όψιν: η συρρίκνωση στην μακρά περίοδο της μάζας αξίας (και κέρδους) που ανέφερα νωρίτερα. Αυτό το πρόβλημα εμφανίστηκε μόνο με τρόπο περιορισμένο: την πτώση του ποσοστού κέρδους.
Μετά που ο καπιταλισμός μπόρεσε να ενσωματώσει μέσα του, με επιτυχία, τις έμφυτες κριτικές, κυρίως στην διάρκεια του boom keynesiano-fordista που ακολούθησε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πολλοί μαρξιστές πείστηκαν οριστικά πως ο καπιταλισμός δεν θα συναντούσε ποτέ ξανά μιαν άλλη οικονομική κρίση και πως μονάχα η υποκειμενική δυσαρέσκεια θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στην υπέρβασή του. Οι καταστασιακοί, έτσι όπως η Σχολή της Φρανκφούρτης, αφέθηκαν τελείως σε αυτή την προοπτική. Με κάθε τρόπο, όπως προείπα, όλο αυτό άλλαξε τελείως μετά το 1970.
Η συσσώρευση του κεφαλαίου έφτασε τα όριά της διότι η βάση της, η εξαγωγή υπεραξίας από την ζωντανή εργασία, έγινε όλο και πιο μικρή σιγά σιγά όσο ξεθώριαζε συνεχώς η σημαντικότητα της ζωντανής εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι πως ο καπιταλισμός τώρα είναι σε θέση να επιβιώνει μόνον διαμέσου της προσομοίωσης; που σημαίνει, προβλέποντας τα μελλοντικά κέρδη – που δεν θα έρθουνε ποτέ – διαμέσου του χρέους. Η Κριτική της αξίας λέει αυτό από το 1987. Στα χρόνια 1990, η εμπειρική απόδειξη φαίνονταν να οδεύει ενάντια σε αυτό το θέμα, αλλά μετά το 2008 όλοι ξεκίνησαν να λένε πόσο βαθιά ήταν η κρίση. Η πραγματικότητα είναι πως το 2008 υπήρξε η δόνηση που προειδοποιεί για τον σεισμό της κρίσης του καπιταλισμού, και με κανέναν τρόπο δεν ήταν μια πραγματική κατάρρευση. Και στην αριστερά και στην ριζοσπαστική αριστερά, ωστόσο, η πίστη στην αιωνιότητα του καπιταλισμού είναι εκπληκτικά δυνατή!
Είναι πολύ κοινό να βλέπεις να κατηγορούνται για την κρίση, οι οικονομικές αγορές που πνίγουν «την πραγματική οικονομία». Η αλήθεια είναι το ακριβώς αντίθετο: μόνον το χρέος επιτρέπει την συνεχιζόμενη προσομοίωση παραγωγής αξίας – που σημαίνει κέρδος – από την στιγμή που η πραγματική συσσώρευση έφτασε σε ένα σχετικά ολοκληρωτικό stop. Και η πυκνή εκμετάλλευση επίσης των εργαζομένων στην συνεισέφερε πολύ λίγο στην παγκόσμια μάζα του κέρδους.
Το να αντικαθιστούμε την κριτική του καπιταλισμού με την κριτική των οικονομικών αγορών είναι καθαρός λαϊκισμός και σημαίνει απλά να αποφεύγουμε τα πραγματικά ζητήματα. Το πραγματικό δράμα είναι πως ο καθένας είναι ακόμη αναγκασμένος να δουλεύει για να μπορεί να ζει, ακόμη και όταν στην παραγωγή δεν χρειάζεται πλέον η εργασία. Το πρόβλημα δεν είναι η απληστία συγκεκριμένων προσώπων – αν και σίγουρα αυτή η απληστία υπάρχει – και δεν μπορεί να επιλυθεί σε βάσεις ηθικές. Οι τραπεζίτες και οι όμοιοί τους – οι οποίοι, δεν μπορούμε να το αρνηθούμε, είναι πολύ συχνά φιγούρες μισητές – απλά ακολουθούν τους τυφλούς νόμους ενός φετιχιστικού συστήματος που πρέπει να του ασκείται κριτική στο σύνολό του.
ο Kurz ονομάζει αυτή την διαδικασία «desustanzializzazione του χρήματος», [sostanza σημαίνει ουσία, οπότε μεταφράζοντας ελεύθερα θα λέγαμε: πως από το χρήμα αφαιρείται η ουσία του]. Από την στιγμή πως μόνο η ζωντανή εργασία δημιουργεί αξία, μορφοποιεί την «ουσία» του. Δεν πρόκειται για μιαν διαδικασία φαντασιακή; ξοδεύεται πραγματικά ανθρώπινη ενέργεια κι αυτή υπάρχει σε μιαν συγκεκριμένη ποσότητα (αν και να την μετρήσουμε θα μπορούσε να είναι πολύ δύσκολο). Η αξία δεν μπορεί να δημιουργηθεί με διάταγμα, μα μόνο από μια πραγματική εργατική διαδικασία – και πρέπει να είναι «παραγωγική εργασία» με την καπιταλιστική έννοια (αυτό σημαίνει πως όχι μόνον καταναλώνει κεφάλαιο αλλά βοηθά επίσης να το αναπαράξει).
Με διάταγμα μπορεί να δημιουργηθεί το χρήμα – μα όταν δεν αντιστοιχεί στην πραγματική ποσότητα της εργασίας που υποτίθεται πως αυτό «αντιπροσωπεύει», δεν έχει «ουσία» και χάνει την αξία του μέσα από κάποια μορφή πληθωρισμού (αν και εάν για δεκαετίες η έκρηξη ενός μαζικού πληθωρισμού αναβλήθηκε για αργότερα παρκάροντας τεράστιες ποσότητες φετίχ κεφαλαίου στις αγορές μετοχών, στις αγορές ακινήτων, και πάει λέγοντας). Επάνω σε αυτό, η Κριτική της αξίας βρίσκεται σε έντονη αντίθεση με σχεδόν όλους τους οικονομολόγους της αριστεράς, που σε γενικές γραμμές είναι μόνον neo-keynesiani, νεο-Κεϋνσιανοί.
Hemmens: Αυτή την στιγμή εργάζεσαι επάνω σε ένα νέο βιβλίο, Οι περιπέτειες του μοντέρνου υποκείμενου, που συνδέεται με την πρωτότυπη έκθεσή σου της Κριτικής της αξίας, αλλά και που εξερευνά πιο λεπτομερειακά την «υποκειμενική» πλευρά της καπιταλιστικής κοινωνικής κατάρτισης. Υποστηρίζεις πως η μορφή υποκείμενο, όπως η «εργασία», είναι ιστορικά περιγραφή του καπιταλισμού και πως και αυτή είναι καταστροφική. Στεκόμενοι στο έργο του αμερικάνου κοινωνικού κριτικού, Christopher Lasch, κι εσύ υποστηρίζεις πως η καπιταλιστική υποκειμενικότητα είναι μια μορφή ναρκισσισμού. Θα μπορούσες να εξηγήσεις ποια είναι η σύνδεση ανάμεσα στην κριτική σου της εργασίας και την μορφή υποκείμενο? Πως επίσης η «υποκειμενικότητα» μπορεί να είναι ιστορικά καθορισμένη του καπιταλισμού? Γιατί αυτή η μορφή υποκείμενο είναι ναρκισσιστική και ποιον ρόλο έχει στην ανάπτυξη της διατριβής σου η κριτική (συντηρητική) του Lasch της μοντέρνας κοινωνίας?
Jappe: Η κριτική της έννοιας του «υποκείμενου» έγινε πολύ σύντομα μια πτυχή κλειδί της Κριτικής της αξίας.Στον παραδοσιακό μαρξισμό, όπως σχεδόν σε όλη την μοντέρνα φιλοσοφία από τον Καρτέσιο και μετά, το υποκείμενο είναι κάτι που πάντοτε υπήρξε. Είναι ένα γεγονός οντολογικό. Πολύ σύντομα οι μαρξιστές ταυτοποίησαν το υποκείμενο με την εργατική τάξη, η οποία μεσολαβεί ανάμεσα στον άνθρωπο και την φύση και που κάνει την ιστορία υπό την μορφή του «επαναστατικού υποκειμένου». Μέσα σε αυτή την προοπτική, «χειραφέτηση» (ή «επανάσταση») σημαίνει πως το υποκείμενο, που μέχρι αυτό το σημείο βρίσκονταν καταπιεσμένο, επιτέλους κατακτά όλα τα δικαιώματά του. Το παραδοσιακό «φιλοσοφικό υποκείμενο» δέχτηκε σφοδρή επίθεση από τα χρόνια 1950, κυρίως στο όνομα του στρουκτουραλισμού, της γλωσσολογίας και της ψυχανάλυσης. Υπήρχαν πολλοί καλοί λόγοι γι αυτήν την «αποδόμηση» του υποκειμένου.
Ωστόσο, δεν αποδομούνταν το υποκείμενο σαν κατηγορία ιστορική και αντιθέτως διακηρύσσονταν πως δεν υπήρξε ποτέ κανένα υποκείμενο, ούτε θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, και πως αυτό ήταν μονάχα ένα «επιστημολογικό σφάλμα». Η κριτική της αξίας, αντιθέτως, επικεντρώθηκε στην έννοια του φετιχισμού των εμπορευμάτων του Marx: οι άνθρωποι φτιάχνουν την δική τους ιστορία αλλά την φτιάχνουν ασυνείδητα. Οι άνθρωποι δημιουργούν δομές («οικονομικούς νόμους», «τεχνολογικές προσταγές και αναγκαιότητες», και πάει λέγοντας) που καταλήγουν να τους κυριαρχούν, όπως συμβαίνει με την θρησκεία. Το μόνο πραγματικό υποκείμενο στην καπιταλιστική κοινωνία είναι η αξία, την οποίαν ο Μάρξ αποκαλεί «αυτόματο υποκείμενο»: η αξία χρησιμοποιεί την ανθρώπινη κοινωνία για να εξασφαλίσει πως η συσσώρευσή της δεν θα τελειώσει ποτέ. Οι άνθρωποι έγιναν οι υπηρέτες των αλλοτριωμένων δυνατοτήτων τους. Κι όμως αυτό είναι μέρος της ιστορικής διαδικασίας. Η ιστορία, όπως εξηγήθηκε μέχρι τώρα, μπορεί να περιγραφεί σαν μια διαδοχή διάφορων μορφών φετιχισμού και ασυνείδητου, αλλοτριωμένων μορφών κοινωνικής διαμεσολάβησης. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με μιαν «ανθρώπινη κατάσταση». Μπορεί να ξεπεραστεί, τουλάχιστον στην θεωρία.
Αυτή η υπέρβαση, ωστόσο, δεν μπορεί να εννοηθεί σαν θρίαμβος ενός «υποκειμένου» προϋπάρχοντος, που επέζησε κάτω από την στάχτη της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης. Δεν μπορούμε πλέον να δηλώσουμε πως ο «λαός», οι «μάζες», οι «εργαζόμενοι» είναι, στην ουσία τους, όντως, αμόλυντοι από την λογική του εμπορεύματος (ανταγωνισμός, απληστία, καιροσκοπισμός, κλπ.). Αυτό μπορούσε να συμβαίνει στους τόπους όπου ο εκσυγχρονισμός είχε μόλις αρχίσει να αναδύεται, δεν είναι όμως πλέον εφαρμόσιμο. Εάν αποδέχονται το σύστημα, αυτό δεν είναι απλά το αποτέλεσμα της «χειραγώγησης των μέσων επικοινωνίας», ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Είναι αυτό, στο ίδιο μέτρο, το όριο όλων των λόγων που κάνουν έκκληση στον o «εκδημοκρατισμό».
Το μοντέρνο υποκείμενο σχηματίζονταν διαμέσου της εσωτερικοποίησης των κοινωνικών περιορισμών που στις προηγούμενες κοινωνίες επιβάλλονταν από το εξωτερικό στα άτομα. Το Panopticon του Jeremy Bentham είναι το παράδειγμα της «ελευθερίας» του μοντέρνου υποκείμενου. Στον Διαφωτισμό, και στον Immanuel Kant ειδικότερα, πιστώνεται πως επινόησε την αυτονομία του μοντέρνου υποκείμενου. Ωστόσο, οι φιλόσοφοι του διαφωτισμού – ο Kant για μιαν ακόμη φορά είναι το καλύτερο παράδειγμα – δεν ταυτοποιούσαν το «υποκείμενο» με «την ανθρώπινη ύπαρξη» σαν τέτοια, αλλά μάλλον μόνο με εκείνους που είχαν δείξει πως είναι «υπεύθυνοι»: με άλλα λόγια, εκείνους που ήταν σε θέση να ελέγξουν τις αυθόρμητες ανθρώπινες ορμές τους και τις επιθυμίες τους. Η πρώτη συνθήκη για να είναι ένα υποκείμενο ήταν εκείνη του να θέσει τον εαυτό του στην εργασία, να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σαν εργαζόμενο, και να αναπτύσσει όλες τις απαραίτητες ποιότητες για τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό: έλλειψη συναισθημάτων, άρνηση των άμεσων ικανοποιήσεων, σκληρότητα της καρδιάς προς τον εαυτό τους και προς τους άλλους, και ούτω καθ’ εξής.
Στις γυναίκες και στους πληθυσμούς μη ευρωπαϊκούς δεν δίδονταν το καθεστώς του υποκειμένου. Φυσικά, αργότερα στην ιστορία, στάθηκαν σε θέση να το αποκτήσουν, μα μόνον μετά που είχαν προσπαθήσει να έχουν τις ίδιες ποιότητες (αρνητικές) των λευκών αρσενικών, οι οποίοι ακόμη, εντούτοις, θεωρούνταν σαν τα μόνα αληθινά υποκείμενα. Το status του υποκείμενου είναι, λοιπόν, πλατιά συνδεδεμένο στην εργασία; και η υπέρβαση της μοντέρνας κοινωνίας – όπου τα πρόσωπα ορίζονται κυρίως ξεκινώντας από την συνεισφορά τους στην παραγωγή αφηρημένης αξίας μέσα από την εργασία – θα είναι επίσης το ξεπέρασμα εκείνου που ονομάζουμε το «υποκείμενο»; όχι για να το αντικαταστήσουμε με τυφλές δομές «αντικειμενικές», αλλά μάλλον με την αληθινή ανθοφορία του ατόμου.
Προσπαθώ να αναπτύξω επιπλέον την κριτική του υποκείμενου, συνδέοντάς την με την αρχή του ναρκισσισμού, ιδιαίτερα διαμέσου των αναγνώσεών μου του έργου του Lasch. Ο ναρκισσισμός μπορεί να εννοηθεί όπως η ψυχολογική μορφή που αντιστοιχεί στον μεταμοντέρνο καπιταλισμό, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίον οι κλασικές νευρώσεις που περιγράφονται από τον Freud αντιστοιχούν στον κλασικό καπιταλισμό. Ωστόσο, ναρκισσισμός δεν σημαίνει απλά υπερβολική αυτοεκτίμηση. Όπως έδειξε ο Lasch, σημαίνει μια υπερβολική οπισθοδρόμηση σε μιαν μίξη αισθήματος ανικανότητας και παντοδυναμίας που χαρακτηρίζει πολύ την πρώιμη παιδική ηλικία. Η ανθρώπινη κουλτούρα είναι μια προσπάθεια συνεχής για να βοηθήσει το ανθρώπινο άτομο να ξεπεράσει αυτή την μορφή πρωτόγονη και νηπιακή.
Ο ύστερος καπιταλισμός, αντιθέτως, διεγείρει μια οπισθοδρόμηση σε αυτούς τους πρωτόγονους μηχανισμός, κυρίως μέσα από την καλλιέργεια της καταναλωτικής νοοτροπίας. Είναι για αυτόν τον λόγο που μπορούμε να πούμε με σημασία πως τα μεταμοντέρνα άτομα πολύ συχνά είναι ακραία ανώριμα, και να εξηγήσουμε γιατί κάποια από αυτά γίνονται εύκολα λεία βίαιων συμπεριφορών, μέχρι να φτάσουν σε σημείο να πυροβολούν στα σχολεία και σε άλλα παρόμοια φαινόμενα. Σήμερα, η κοινωνία των εμπορευμάτων βασίζεται όχι τόσο στην καταπίεση της επιθυμίας (αν και αυτή η καταπίεση συνεχίζει να υπάρχει) όσο μάλλον στην δημιουργία της αίσθησης πως δεν υπάρχουν σύνορα και όρια. Η ψυχανάλυση είναι κυρίως χρήσιμη για να καταλάβουμε τον παθολογικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας, που δεν είναι απλά ένας τρόπος άδικος αλλά ορθολογικός εκμετάλλευσης των προσώπων προς όφελος άλλων προσώπων, αλλά είναι επί του παρόντος, στο μεγαλύτερο μέρος, μια παράλογη κούρσα προς τα κάτω, καταστροφική και αυτοκαταστροφική.
Αυτό έγινε ιδιαίτερα προφανές με την καπιταλιστική κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Παρόλα αυτά, δεν οφείλεται απλά αυτό στις «υπερβολές» του νεοφιλελευθερισμού. del neoliberismo. Αυτός ο ανορθολογισμός βρίσκεται κάτω από τον πυρήνα του μηχανισμού της αξίας και στην αδιαφορία της σε κάθε περιεχόμενο, σε κάθε ποιότητα, στον κόσμο. Μπορούμε να βρούμε ήδη στον Cartesio, στα 1637, όλη την ναρκισσιστική δομή ενός υποκειμένου που είναι τελείως σε αντίθεση με τον εξωτερικό κόσμο. Πρέπει να πάμε μακριά, πίσω στον χρόνο, όταν ψάχνουμε τις ρίζες αυτής της κοινωνίας των εμπορευμάτων φετιχιστικής και ναρκισσιστικής.
Hemmens: Στην συλλογή σου δοκιμίων του 2011, «Πίστωση μέχρι θανάτου», υποστηρίζεις πως ο νέος ρόλος που η τέχνη έχει αναλάβει με αρχή την περίοδο μετά τον πόλεμο, σημαδεύει και αυτός την ναρκισσιστική στροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Εκεί όπου, στο παρελθόν, ήταν η τέχνη που προκαλούσε και έκρινε το κοινό της, σήμερα η τέχνη προσπαθεί να θέσει σε δεύτερη μοίρα την εμπειρία και την κρίση του κοινού της. Ωσάν μέρος αυτής της θεωρίας, υποστήριξες επίσης πως έχουμε ανάγκη να αντιδράσουμε με μιαν ιεραρχία πολιτιστικών αξιών. Νομίζεις, αντίθετα με τον Debord. πως η τέχνη αξίζει τον κόπο να διασωθεί ή πως αυτό το πράγμα είναι ακόμη δυνατό? Ποια ιεραρχία αξιών πιστεύεις πως μπορεί να πολεμήσει αυτή την δημοκρατικοποίηση, μεταμοντέρνα και ναρκισσιστική, της κουλτούρας? Γιατί θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε την αποσύνθεση της τέχνης με τρόπο διαφορετικό από την αποσύνθεση της εργασίας και του υποκειμένου?
Jappe: Μια από τις πιο σημαντικές πτυχές, και ίσως πιο σοκαριστικές, της καταστασιακής αναταραχής ήταν η καταδίκη τους της τέχνης σαν άλλη μορφή θεάματος και μορφή αλλοτρίωσης των ανθρωπίνων δυνατοτήτων γενικότερα. Για τον Debord, η τέχνη, όπως η θρησκεία ή η πολιτική, ήταν μια από τις μορφές στις οποίες οι ανθρώπινες ικανότητες αναπτύσσονταν έξω από τον ανθρώπινο έλεγχο. Είχε φτάσει η στιγμή να αποδοθεί εκ νέου στην καθημερινή ζωή. Αντιθέτως, η καταστασιακή αυτό-υπέρβαση της τέχνης (με την Εγελιανή έννοια να την διαφυλάξουμε και να την καταργήσουμε την ίδια στιγμή) ήταν το τελευταίο σημείο μιας διαδικασίας στην οποίαν η τέχνη έθετε υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξή της, ιδιαίτερα στην Γαλλία, όπου είχε φτάσει στο αποκορύφωμα με τους ντανταϊστές και τους σουρεαλιστές. Οι καταστασιακοί ήθελαν να ολοκληρώσουν την αυτοκαταστροφή της τέχνης στο όνομα μιας πιο υψηλής «τέχνης της καθημερινής ζωής», που θα είχε ενσωματώσει τα θετικά σημεία αυτού που είχε υπάρξει νωρίτερα η τέχνη.
Ωστόσο, αυτό το σχέδιο, το οποίο αρχικά ανακοινώθηκε στα χρόνια 1950 και 1960, είχε ακόμη ανάγκη μιας επανάστασης κοινωνικής για να μπορεί να πραγματοποιηθεί. Αυτό που αντιθέτως συνέβη μετά το 1968 ήταν η ανάδυση μιας νέας μορφής καπιταλισμού, το «τρίτο πνεύμα» του – όπως το ονόμασαν οι Luc Boltanski και Eve Chiapello – που αντήχησε βαριά στην καλλιτεχνική και bohémien παράδοση, ενσωματώνοντας την «καλλιτεχνική κριτική» σε νέες μορφές εργασίας που έρχονταν τώρα να παρουσιαστούν στο άτομο σαν μορφές αυτί-πραγματοποίησης. Aυτό οδήγησε σε μιαν τεράστια εξάπλωση της βιομηχανίας του πολιτισμού που μετέτρεπε την κουλτούρα σε ένα εμπόρευμα και σε ένα εργαλείο για να πουλά εμπορεύματα. Πράγματι, αυτό έκανε να υπάρξει μια εκ νέου ολοκλήρωση της τέχνης και της κουλτούρας στην καθημερινή ζωή, μόνο όμως με τρόπο διεστραμμένο. Σαν αποτέλεσμα, να πούμε πως η τέχνη θα μπορούσε, και θα έπρεπε, να προσπαθήσει να είναι εκείνο που στο καλύτερό της πάντα υπήρξε: μια αναπαράσταση εκείνου που θα μπορούσε να είναι, το όνειρο μιας ζωής που επιβραβεύει, ή, εξίσου, η καταδίκη ενός κόσμου ανυπόφορου.
Το πρόβλημα είναι πως φαίνεται πραγματικά δύσκολο να βρεθεί σήμερα μια τέχνη που να έχει την ικανότητα να μας ταρακουνήσει από τις πνευματικές μας συνήθειες, όπως οι πρωτοπορίες ή κάποιος που να μπορέσει να το κάνει όπως ήταν σε θέση ο Edward Hopper. erano in grado di fare. Είναι αυτονόητο πως η ανατροπή και η παραβατικότητα έγιναν απλούστατα σημεία πώλησης. Η τέχνη θα έπρεπε να μας δίνει ένα υπαρξιακό shock και να μας κάνει να αναρωτιόμαστε (και με εκθέσεις επίσης ομορφιάς – «σοκαριστικό» δεν πρέπει πάντα να σημαίνει «άσχημο»), αντίθετα να δηλώνει απλά εκείνο που ήδη είμαστε. Αυτό σημαίνει πως μπορούμε να κρίνουμε έργα τέχνης από την ικανότητά τους να εισέρχονται σε έναν διάλογο εμπλουτισμού με τον θεατή (ή με τον αναγνώστη). Εάν κάνουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, σκέψου πως πιθανότατα θα ανακαλύψουμε πως ο Moby Dick δεν είναι στο ίδιο επίπεδο ενός manga. Και θα πρέπει να το πούμε δυνατά, αντί να κρυβόμαστε πίσω από την ισοπέδωση ψευτο-δημοκρατική κάθε ποιοτικής κρίσης. Η αξία είναι αδιάφορη στην ποιότητα και σε όλα τα περιεχόμενα, η κουλτούρα θα έπρεπε να τίθεται ενάντια σε αυτή την κατάργηση της διαφοράς.
Hemmens: Τέλος, με τι θα έπρεπε να ομοιάζει η ανάπτυξη και η μορφή ενός κινήματος χειραφέτησης ανθρώπινης στο καλύτερο δυνατό σενάριο? Με άλλα λόγια, τι θα έπρεπε να κάνει το ανθρώπινο ον μπροστά στην κρίση του καπιταλισμού?
Jappe: Το ερώτημα δεν είναι πλέον εάν μπορούμε να βγούμε από τον καπιταλισμό, μα πως θα γίνει αυτό, από την στιγμή που όλα γύρω από αυτή την κοινωνία ήδη καταρρέουν, αν και αυτό συμβαίνει με διαφορετικές ταχύτητες σε διάφορους τομείς και περιοχές του κόσμου. Μια τεράστια μερίδα της ανθρωπότητας χαρακτηρίστηκε σαν «σκουπίδια» και καταδικάστηκε να επιζεί, όπως καλύτερα μπορεί, στις χωματερές ή ανακυκλώνοντας σκουπίδια. Χρήμα, αξία, εργασία, και εμπόρευμα ξεπερνιούνται μα στην μορφή ενός εφιάλτη. Στην παραγωγή δεν είναι πλέον απαραίτητη μια μεγάλη ποσότητα εργασίας αυτή την στιγμή υπάρχουσα, αλλά είμαστε όλοι αναγκασμένοι να εργαζόμαστε για να μπορούμε να ζούμε. Το χρήμα που βρίσκεται τώρα στην κυκλοφορία είναι κατά το πλείστον «δίχως ουσία», βασισμένο μονάχα στην πίστωση και την εμπιστοσύνη. Η παραγωγή αξίας μειώνεται. Το αληθινό ζήτημα τώρα είναι πως να χτίσουμε εναλλακτικές, κι αυτές μπορούν να υπάρξουν μόνο σε έναν κόσμο πέρα από την αγορά και το Κράτος. Δεν υπάρχουν πια πολιτικές ή οικονομικά συστήματα, όσο κι αν είναι «δικαιότερα» ή «εναλλακτικά», που μπορούν να λύσουν αυτό το πρόβλημα διότι είναι όλα βασισμένα στην συσσώρευση αφηρημένης εργασίας. Ο μοναδικός ρόλος που το Κράτουςμπορεί να επιτελέσει μέσα σε όλο αυτό, είναι το να είναι ο κατασταλτικός διαχειριστής της φτώχειας δημιουργημένης από την κρίση του καπιταλισμού. Κανένα κόμμα, καμία εκλογή, καμία κυβέρνηση «επαναστατική», καμιά έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα μπορεί να οδηγήσει σε κάτι το διαφορετικό από την συνεχή διαχείριση της κοινωνίας των εμπορευμάτων σε καταστάσεις και συνθήκες όλο και χειρότερες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον όλες οι πολιτικές της αριστεράς απέτυχαν τελείως τις τελευταίες δεκαετίες. Η αριστερά δεν στάθηκε ικανή ούτε να επιβάλλει οικονομικές πολιτικές κεϋνσιανού τύπου ούτε να επαναφέρει το κοινωνικό κράτος για να αντικαταστήσει τον νεοφιλελευθερισμό. Δεν είναι ζήτημα έλλειψης δύναμης της θέλησης. Οι «οικονομικοί νόμοι» δεν μπορεί να γίνουν «πιο ανθρώπινοι». Μπορούν μόνο να καταργηθούν για να επιστρέψουμε σε μια κοινωνία όπου η ικανοποίηση των αναγκών δεν βασίζεται σε μιαν «οικονομική σφαίρα» που θεμελιώνεται στην εργασία.
Αυτό του οποίου έχουμε ανάγκη, λοιπόν, θα μπορούσε να οριστεί σαν ένα είδος «λαϊκής επανάστασης» με ένα νέο νόημα, έτσι δεν θα φοβόμαστε την ανάγκη να αντιμετωπίσουμε εκείνους που υπερασπίζονται την κυρίαρχη τάξη, κυρίως όταν πρόκειται να οικειοποιηθούμε βασικά πράγματα – σπίτια, παραγωγή εξοπλισμών, πόρους – bypassando, προσπερνώντας την μεσολάβηση της εργασίας. Πρέπει να βάλουμε μαζί κοινωνικο-οικονομικούς αγώνες – ενάντια στις εξώσεις, για παράδειγμα, ή για την απαλλοτρίωση γης των μεγάλων εταιρειών – και αγώνες περιβαλλοντολογικούς και αντί-τεχνολογικούς – ενάντια στα ορυχεία, νέα αεροδρόμια, πυρηνική ενέργεια, OGM, νανοτεχνολογία, επιτήρηση – και αγώνες για να αλλάξουμε τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι – υπέρβαση της ψύχωσης του εμπορεύματος. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μια πραγματική μετατροπή του πολιτισμού, πολύ μεγαλύτερου εύρους μιας απλής πολιτικής ή οικονομικής αλλαγής. Οι μετατροπές για τις οποίες μιλώ πηγαίνουν πολύ πέρα από το να λέμε απλά «εμείς είμαστε το 99%»: αυτή είναι μόνο μια μορφή λαϊκισμού που θέτει μια κάτισχνη μειοψηφία των αποκαλούμενων «παράσιτων» ενάντια σε «εμάς», τους τίμιους εργαζόμενους και αποταμιευτές. Είμαστε όλοι βαθιά ριζωμένοι σε αυτή την κοινωνία και πρέπει να δράσουμε μαζί σε όλα τα επίπεδα για να βγούμε από αυτήν. Η ανθρωπότητα βγήκε τελείως νικήτρια στον αγώνα της να καταστεί «αφεντικίνα της φύσης», όπως είπε ο Cartesio, μα είναι επίσης περισσότερο ανίσχυρη από ποτέ μπροστά στην κοινωνία που δημιούργησε.
– Αύγουστος 2015 – πηγή: The Brooklin Rail – Critical Perspectives on Arts, Politics, and Culture –