ανατρεπτική τέχνη, arte ribelle

ΕΡΥΘΡΈΣ ΤΑΞΙΑΡΧΊΕΣ BRIGATE ROSSE, γ

image

Πότε τέλειωσε η εποχή στην διάρκεια της οποίας λίγα μπορούσαν να καταφέρουν ακόμη και η τραχύτητα των σπάνιων χαδιών μιας μητέρας πάντα πολύ κουρασμένης και το δηλητηρίασμα του καθημερινού συναγερμού για τον πενιχρό οικογενειακό προϋπολογισμό; Πότε τέλειωσε η αθωότητα και άρχισε η συνειδητοποίηση των ορίων και καθηκόντων; πότε εκείνη του σφάλματος και της ενοχής;

Η έξοδος, με το σχολείο, από το στενό κύκλο του σπιτιού της άνοιγε τον κόσμο των ενηλίκων, εκείνο μέσα στον οποίο ισχύουν οι διαφορές και στον οποίο η μάθηση πληρώνεται με το τίμημα της κρίσης και του ανταγωνισμού. Σε ένα νόθο παιχνίδι, η εμφανής διαφορά των ευκαιριών εκκίνησης καθόριζε τους ρόλους μέχρις ότου προκύψουν στο τέλος όλοι συγκεκαλυμμένοι και αλληλοσυμπληρώνονται: αρσενικά και θηλυκά, αφεντικά και εργάτες, πλούσιοι και φτωχοί, όμορφοι και άσχημοι, μελετητές και αδαείς.

Ένας καινούργιος χάρτης όλος για να τον μάθει, να κινηθεί μέσα σε μιαν άγρια και ανελέητη περιοχή, γυμναστήριο μίας ζωής που έρχεται μέσα στην οποίαν, κατόπιν εντολής μιας μοίρας μητρικής, θα την άγγιζαν περισσότεροι σταυροί παρά απολαύσεις.

Και δεν ήταν τόσο οι υλικές στερήσεις που την βάραιναν. Είχε διαμορφώσει τον χαρακτήρα της σε μια βιασύνη για να μην θεωρεί καλά όλα εκείνα που έλαμπαν, και έβλεπε πόσο μεγάλη προσπάθεια χρειάζονταν για εκείνο το λίγο που της επιτρέπονταν.

Και τότε υπήρχε πάντα φαγητό, και μια επιδέξια επανάληψη εγγυούνταν κάθε φορά την αλλαγή των εποχών.

Μα απλά οι λογαριασμοί δεν έβγαιναν, όταν η μεγαλύτερη απαίτηση ήταν εκείνη η αυτοεκτίμηση που δεν έβρισκε πλέον κάτι απ’ το οποίο να τραφεί μέσα σε έναν κόσμο σχέσεων όπου τίποτα δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να αλλάξει.

Ήταν όλα εκεί για να τα μάθουμε, προκαθορισμένα μέσα σε ένα απλοποιημένο κώδικα που απαιτούσε την εξόντωση οποιασδήποτε βούλησης, λαχτάρας. Μαθαίνοντας πως δεν μετράς καθόλου, πως δεν είσαι σε θέση να αλλάξεις τίποτα, να μην υπάρχεις και πάντα να εμφανίζεσαι σαν διακοσμητικό στοιχείο του δικού σου αυτοπεριορισμού. Και απ’ όλο αυτό να αποκομίζεις την ικανοποίηση πως ξέρεις να παίζεις καλά το ρόλο σου και να απαιτείς την αναγνώριση γι αυτό.

Η ευτυχία; Όχι, αυτή πραγματικά όχι. Εφεύρεση των ισχυρών για να εξαπατούν. Φιλοδοξία ακόμη και αμφιβόλου ηθικής.

Και πάνω απ ‘όλα, ποτέ να μην ξεχνάς πως, από τον πρώτο πεσμένο άγγελο στο εξής, οποιοσδήποτε είχε προσπαθήσει να εξεγερθεί είχε τραβήξει πάνω του καταστροφές μονάχα, για τον εαυτό του και τους όμοιους του, όπως εκείνοι οι φουκαράδες που έκαναν ότι ήταν δυνατό για να τους απολύσουν στη δεκαετία του πενήντα και είχαν χαλάσει ολόκληρες οικογένειες …

Μέσα στην παραμορφωτική άποψη ενός ακινήτου κόσμου, αναλλοίωτου, που έχει συμμορφωθεί με το μέτρο της αδικίας και της έλλειψης ελευθερίας, δεν υπάρχει ούτε καν η παρηγοριά της υπόσχεσης του βασιλείου των Ουρανών για τους τελευταίους. Φυσικά και όχι! Όλα είναι πολύ επίπεδα και επαληθεύσιμα κάθε ημέρα. Το αγεφύρωτο χάσμα που χώριζε τις τύχες όλων εκείνων που τα μπορούσαν όλα και εκείνων που δεν μπορούσαν τίποτα, έφερε εμφανή τα σημάδια των κοινωνικών διαφορών που υλοποιούνταν μέχρι την χυδαιότητα και την προσβολή της επίδειξης, ταυτόσημο της φτώχειας μιας υποκουλτούρας της επαρχίας και της αλαζονείας μιας κυρίαρχης τάξης που έμοιαζε να έρχεται μέσα από τις σελίδες του Ντίκενς.

Την ημέρα της αγίας Βαρβάρας, πολιούχου του χωριού-εργοστάσιο, οι εργάτες ελάμβαναν το φάκελο με το δέκατο τρίτο μισθό από τα χέρια κάποιας Donna Mimosa, μητέρας της δυναστείας των ηγεμόνων. Το δώρο ήταν ευγενική χορηγία και το τελετουργικό περιελάμβανε επίσης ένα χειροφίλημα. Αυτοί οι άνθρωποι, που σίγουρα δεν ήταν συνηθισμένοι σε τόσο καλούς τρόπους συμπεριφοράς, ήταν αναγκασμένοι σε μια μικρή υπόκλιση. Α, ναι. Υπήρχαν και μπισκότα και βερμούτ και υποτροφίες για τα άξια παιδιά, τους μελλοντικούς χειροφιλητές. Νομίζω ότι τότε άρχισε να πιάνει τον εαυτό της με το στόμα ανοικτό (όποιος την γνωρίζει ξέρει ότι δεν είναι σχήμα λόγου) κάθε φορά που η δυσπιστία θα την είχε κυριεύσει , τόσο μεγάλη είναι η συμβολική δύναμη με την οποία εκείνο το φρικτό τελετουργικό είχε επηρεάσει την αντίληψη της για την πραγματικότητα.

Και τότε, γιατί θα έπρεπε να χαμογελά εκείνη η παιδούλα της φωτογραφίας;

Πώς θα μπορούσε να δείχνει ελαφρότητα στους τρόπους αφού είχε αρχίσει να κατανοεί το πόσος κόπος χρειάζονταν για να κρατά σε απόσταση την ανησυχία και τη χαρά να ανταμετράται με τα όρια ενός κόσμου που, μόλις μέχρι χθες, της φαινόταν να υπάρχουν μόνο διότι εκείνη μπορούσε να τα αμφισβητήσει και να τα ξεπεράσει; Ξαφνικά, όλο και περισσότερο και σιγά σιγά καθώς έμπαινε στην εφηβεία, ο κόσμος εκείνος πάγωνε τα χαρακτηριστικά του, με τον ίδιο τρόπο που αντιστέκονταν στα ταρακουνήματα της βούλησης της που άρχισε να καθίσταται ανίσχυρη.

Πώς να σταματήσει την τρεχάλα και να επιστρέψει να χαθεί ανάμεσα στο γρασίδι και τα τζιτζίκια; Γιατί να μεγαλώσει αν ακόμη και η λαχτάρα των υποσχέσεων για την αγάπη είχε χάσει πολύ γρήγορα τα θέλγητρα της και είχε γίνει η συνήθεια που βλέπουμε στα πρόσωπα δυσαρεστημένων γυναικών, δυστυχισμένων, που είχαν σκληρύνει από την απογοήτευση; … Μείνε στη θέση σου, υπονοώντας πόσο πολύ δύσκολο ήταν να ζεις μ’ αυτό τον τρόπο . Δύσκολο να κατανοήσει γιατί η μητέρα της, που έπρεπε έτσι κι αλλιώς να την αγαπά με κάποιο τρόπο, την είχε φέρει στον κόσμο και θλιμμένη δεν την είχε πνίξει θλιβερά σαν ένα γατάκι με το πρώτο της κλάμα.

συνεχίζεται

Compagna Luna

Σχολιάστε