ανατρεπτική τέχνη, arte ribelle

Είναι παλιό το λιμάνι, και μετά πρόλογος

1975

Στίχοι:  

Γιώργος Σεφέρης

Μουσική:

Δήμος Μούτσης

 

Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα,
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια,
ούτε το φίλο που έφυγε για τ’ ανοιχτά.Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν’ αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ’ ασφοδίλια.
Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.Σάββας Ξηρός, Η μέρα εκείνη, 1560 ώρες στην εντατικήΛίγες γραμμές, μια θολή εικόνα από τον ανακριτικό θάλαμο του νοσοκομείου, μνήμες που ρίχνουν αμυδρό φως μήπως φανερώσουν κάποιες οριακές καταστάσεις που εκτυλίχθηκαν εκεί και αποτυπώνονται μ’ έναν τρόπο προσωπικό, όσο και οι πληγές στο σώμα μου. Ακραίες εμπειρίες, που δεν μπορούν ποτέ ν’ αποκτηθούν από βιβλία αν κάποιος δεν τις γευτεί ο ίδιος σαν το πειραματόζωο, αν δεν τις ζήσει, και πάλι δύσκολα αποτυπώνονται με λόγια όσο δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο στη ζωή για σύγκριση, αυτές οι εμπειρίες είναι οι αδιάσειστες αποδείξεις, οι αδιάψευστοι μάρτυρες των όσων έχουν συμβεί σε μια μονάδα εντατικών ανακρίσεων.

Λίγες γραμμές γι αυτές τις μέρες της εντατικής, γι αυτές τις εμπειρίες που δεν μπόρεσαν να γραφτούν παρά μονάχα όταν πέρασαν δυο χρόνια. Καιρός που έπρεπε να κρατηθεί ανόθευτη η μνήμη από εξωτερικές επιρροές, θεωρίες, διαδόσεις, και να περάσουν από ψιλό κόσκινο μέχρι να εξοστρακιστούν ιδέες, γνώμες, υποθέσεις ειδικών ή μη, ώστε να μείνει καθαρή και μόνο η εξωπραγματική πραγματικότητα, η παράλογη λογική των ημερών εκείνων.

Μια μαρτυρία για τις ανακρίσεις τύπου Μέγκελε που στοχεύουν στα βάθη της ύπαρξης, όταν με ύπουλα μέσα διαταράσσουν, ακυρώνουν την κρίση, όταν με ανίερες μεθόδους χτυπούν για να κάμψουν τη βούληση, να την δεσμεύσουν, να τη σύρουν σε ατραπούς που δεν θα βάδιζε ποτέ.

Εκεί όπου στοχεύει μια διαφήμιση, μια προεκλογική καμπάνια, μια ψυχοτρόπα ουσία ή υπόσχεση, εκεί που διαβρώνουν οι ουσίες, η παραμύθα των χρηστών κι όλοι μαζί ή ο καθένας χωριστά κατασκευάζουν έναν άλλον πιο ψεύτικο, πιο πλασματικό κόσμο, εκεί, στην ουσία της ύπαρξης, στη βούληση, στην ίδια την ύπαρξη στοχεύει μια εκσυγχρονισμένη ανάκριση. Και τότε αυτός που θα την υποστεί, χωρίς τη δυνατότητα ιεράρχησης των πραγμάτων ή αμφισβήτησης, χωρίς να ‘χει δικαίωμα στο δικαίωμα άρνησης ή επιλογής, είναι πιο κάτω κι από ένα άβουλο ζώο.

Μα υπάρχει και πιο κάτω. Είναι εκείνος που αναρωτιέται ξεδιάντροπα αν από μια τέτοια μέθοδο προκύπτει η αλήθεια και για χάρη της σκοπιμότητας βάζει τη δική του κρίση υπό αμφισβήτηση. Γιατί δεν υπάρχει κάτι πιο παράλογο, πιο εξωπραγματικό, από τον ολοζώντανο αληθινό εφιάλτη που προκαλεί ο βασανισμός, την ώρα που το μυαλό κατασκευάζει πραγματικές ανάγλυφες παράνοιες. Δεν υπάρχει πιο απάνθρωπο από ένα συλλογισμό τέτοιον, που να αναζητά άλλοθι για τα βασανιστήρια. Συλλογισμός που έχει απορριφθεί αυτονόητα εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια από τον Αριστοτέλη όταν αποκλείει τη χρήση προϊόντων βίας, και τον Αντιφώντα όταν εξηγεί πως ο βασανιζόμενος λέει αυτά που θέλει να ακούσει ο βασανιστής του.

Και δεν υπάρχει γι αυτό καμία εξαίρεση, πολύ περισσότερο όταν καθοδηγείται το μυαλό με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους. Σαν αυτές στην εντατική του Ευαγγελισμού, που η μοντέρνα αντίληψη επέβαλε και τη βιντεοσκόπηση τους, κι όσο αυτή υπάρχει δεν είναι απλά υποκριτικό όταν κάποιος εθελοτυφλεί σε τέτοια ντοκουμέντα, αλλά εξυπηρετεί συγκεκριμένες κατευθύνσεις.

Μέχρι αυτά να βγουν στο φως, κάθε υπόθεση, κάθε σενάριο, κάθε ερμηνεία για κείνη την περίοδο, κάθε επέκταση προς τη μία πλευρά ή προς την άλλη είναι μακριά από τη διερεύνηση της αλήθειας, εφόσον τίποτα δεν θα άντεχε σε μια σύγκριση με ότι έχει πραγματικά γίνει, με ότι έχει αντικειμενικά αποτυπωθεί.

Τότε θα ξεκαθαρίσει οριστικά αν υπάρχει αντιστοιχία των όσων συνέβησαν με αυτά που προβλήθηκαν ή διαδόθηκαν ή καταγράφηκαν από τους βασανιστές. Τότε θα φανεί το άλλο πρόσωπο τους κράτους. Τότε θα αναζητά τρόπο να κρυφτεί ο κάθε υπηρέτης του συστήματος, που με ελαφριά τη συνείδηση εγκρίνει από την καρέκλα του ή απ’ το γυαλί ή συμμετέχει σε όποιας μορφής βασανιστήρια. Τότε θα μπορεί ο καθένας να φρίξει και να κρίνει ανεπηρέαστα σαν αυτόπτης μάρτυρας.

Ύστερα από έναν τέτοιο καταποντισμό, μοιάζει αχανής κι ατέλειωτος ο δρόμος της επιστροφής, αν θα υπάρξει επιστροφή, γιατί είναι σαν το ναυαγό που κολυμπάει, κολυμπάει, μα βρίσκεται στο ίδιο μέρος. Ώσπου κάποια σπίθα που δεν έσβησε αργά αργά να φέρει λίγο φως, κάποιος σπόρος που ‘χει μείνει απ’ το χθες πάνω στο χέρσο τόπο ν’ αρχίσει να φυτρώνει, για να περάσουν χρόνια μέχρι να μάθουν οι έννοιες να ταξιδεύουν στο μυαλό από καινούργιους δρόμους, μέχρι να γίνουν συνείδηση οι τωρινές δυνατότητες, οι μόνιμες αδυναμίες, μέχρι να κατανοηθεί ο νέος ρυθμός, ο χρόνος που μπορεί να αντανακλά ο νους την κάθε σκέψη μέχρι αυτή να βρει διέξοδο, να εκφραστεί απλά, όσο χρειάζεται για να μείνει η μνήμη ζωντανή.

Λίγες γραμμές, λίγες σκέψεις, μια μαρτυρία για την σκοτεινή εκείνη περίοδο των ημερών της εντατικής.Μέρες που διαδραματίζονται στο τέλος μιας εποχής που ξεδιπλώνονται στο ξεκίνημα μιας ξέφρενης παράλογης πορείας με τον πολύμορφο έλεγχο που επιχειρείται, ακραία έκφραση του οποίου είναι η άμεση καταστολή.

Όταν η κατά μέτωπο επίθεση, όπως στο Βιετνάμ και στο Ιράκ, είναι αναπόφευκτη αλλά όμως καταδικασμένη, γίνεται φανερό ότι μόνο με δίκτυο από ντόπιους περιφερειακούς πρόθυμους πράκτορες έχει πιθανότητες ο εχθρός να επιβληθεί. Πράκτορες σαν αυτούς που βγήκαν από την εφεδρεία εκείνο το καλοκαίρι, για να επιβάλουν μια πρωτοφανή δικτατορία της ενημέρωσης σε μια πρωτόγνωρης μορφής χούντα, που φαινομενικά αδρανεί, αλλά αναδύεται από τη στάχτη της κάθε φορά που το σύστημα το απαιτεί.

Με αυτούς τους πράκτορες βρέθηκα αντιμέτωπος στην εντατική, απ τον αντίκτυπο αυτής της λαίλαπας ένα μικρό κόκκο, αλλά για τις δυνάμεις μου δυσβάσταχτο, μου έλαχε να σηκώσω εκείνο το καλοκαίρι του 2002.

Φυλακές Κορυδαλλού 28-6-2005

 

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Είναι παλιό το λιμάνι, και μετά πρόλογος

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s