Τους επόμενους μήνες, τα κόμματα της κυβερνητικής πλειοψηφίας καταλήγουν σε μια συμφωνία για την δρομολόγηση και την έγκριση μιας σειράς διαταγμάτων για τη δημόσια τάξη που επιδεινώνουν με ανελεύθερο τρόπο το νόμο Reale. Η ειδική φυλακή ιδρύεται επίσης με σκοπό να συγκεντρωθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι και οι «κοινοί» που θεωρούνται πιο επικίνδυνοι. Αυτά τα μέτρα, καταργώντας θεμελιώδεις εγγυήσεις του συνταγματικού δικαίου, διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά ενός νέου «κράτους έκτακτης ανάγκης». Η πλειοψηφία των «αναγνωρισμένου κύρους δημοκρατικών προσωπικοτήτων» της διοίκησης της δικαιοσύνης, της πολιτικής και του πολιτισμού σιωπούν ή συναινούν, και μόνο λίγες και ασθενικές φωνές ανυψώνονται για να καταγγείλουν τους κινδύνους αυτής της περαιτέρω αυταρχικής στροφής των θεσμών του κράτους. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στη «Lotta Continua» στις 6 αυγούστου με τίτλο «Η δημόσια τάξη σε μια ‘ελεύθερη’ χώρα ή η ένδειξη υποψίας», έτσι γράφει ο δικηγόρος Luca Boneschi: «Ο Cossiga είπε πριν από κάποια εβδομάδα [ …] ότι η Ιταλία είναι η πιο ελεύθερη χώρα στον κόσμο.
Αντί να χαιρετιστεί με γέλιο και να σχολιαστεί με αίσθηση του χιούμορ, η δήλωση μεταφέρθηκε, με την τυπική δουλικότητα των διαφόρων Piero Ottone, στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων σαν να ήταν ένα σοβαρό πράγμα. Και αυτό με οδήγησε να προβληματιστώ. Σίγουρα, είναι μόνο ζήτημα κατανόησης: η Ιταλία είναι η πιο ελεύθερη χώρα του κόσμου.«Είναι ελεύθερη να έχει για υπουργό Εσωτερικών ακριβώς ένα Cossiga, εκείνον που στέλνει στους δρόμους στις 12 μαΐου στη Ρώμη τους πράκτορες μεταμφιεσμένους και οπλισμένους για να προκαλέσουν και να σκοτώσουν, που δέρνει βουλευτές όπως ο Mimmo Pinto, που αποτυγχάνει σε οποιονδήποτε κανόνα διαλόγου παρέχοντας σε πρώτη μετάδοση τις ηχογραφήσεις των τηλεοπτικών εκπομπών του Pannella για να απαντήσει προσβάλλοντας, που στέλνει τους πράκτορές του να τριγυρνούν στους δρόμους πυροβολώντας ενάντια σε οποιονδήποτε έχει μια συμπεριφορά «ύποπτη» και τον σκοτώνει. Αυτός είναι πάντα εκεί, να κάνει τον υπουργό με την σύμφωνη γνώμη της ιστορικής αριστεράς: αυτή ναι και είναι ελευθερία.«Ελεύθερη, η Ιταλία, ακόμη και να μετρά μέσα στην πρόσφατη ιστορία της υπουργούς μαφιόζους, και να ακούμε τον Μoro να υπερασπίζεται υπουργούς κλέφτες, και να έχουμε μια κυβέρνηση που να στηρίζεται από έναν υπουργό εφ’ όρου ζωής όπως ο Αndreotti, πάντα παρόντα στα σημεία κλειδιά της εξουσίας […].
«Για πολλούς η Ιταλία είναι μια πολύ ελεύθερη χώρα: για παράδειγμα για τους καραμπινιέρους οι οποίοι, πέρα από το να μπορούν να πυροβολούν κατά βούληση, έχουν γίνει και εκτελεστές με εγκώμιο […]. «Για παράδειγμα, ακόμη, ελεύθερη για τη Roche, που μπορεί να δηλητηριάζει ολόκληρα χωριά χωρίς πρακτικές συνέπειες, και για τη δημόσια αρχή της περιοχής της Λομβαρδίας, η οποία σπαταλά δισεκατομμύρια σε ένα ψεύτικο έργο αποκατάστασης επάνω στο πετσί των πληθυσμών.«Τώρα, γίνεται ελεύθερη χώρα και για το PCI-ΚΚΙ: το οποίο κρατήθηκε πάντα πολύ μακριά από οποιοδήποτε κέντρο εξουσίας και κατηγορήθηκε για τα πιο βάναυσα πράγματα μέχρι να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τις δημοκρατικές ελευθερίες, αλλά σήμερα, υπογράφει μια προγραμματική συμφωνία που καταστέλλει τις πολιτικές και αστικές ελευθερίες, με θέμα τη δημόσια τάξη, που αποδέχεται το φρικτό σύμφωνο με τις πολυεθνικές για το θέμα των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο προωθεί έναν καταπιεστικό σχεδιασμό της κοινωνίας προσανατολισμένης στην απόδοση, αποτελεί μέρος της κυβερνητικής πλειοψηφίας και έχει πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα.«Αυτό νομίζω ότι είναι το κεντρικό σημείο μιας συζήτησης σχετικά με την καταστολή (ή την ελευθερία) σήμερα στην Ιταλία: διότι καταστολή υπέστημεν από πάντα, από το 1948 μέχρι σήμερα, και σίγουρα από το 1968, όταν το σύνθημα ‘η καταστολή δεν θα περάσει’ ήταν ότι περισσότερο ψεύτικο μπορούσε να ειπωθεί. Μόνο που τα τελευταία χρόνια, ακόμη και με αβεβαιότητες, βραδύτητες και λάθη, το PCI κατέληγε να βρίσκεται προς την σωστή πλευρά και να υπερασπίζεται τις ελευθερίες όλων, ενώ τώρα έκανε μια σαφή επιλογή: πρόσβαση στην «εξουσία» σε αντάλλαγμα για το αστυνομικό κράτος.
Και να που, πέρα από κάθε λογική τόσο βιομηχανικής ανάπτυξης όσο και των αναγκών της χώρας, το P.C.I. υποστηρίζει και επιβάλλει την κατασκευή πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής (που συνεπάγονται, για παράδειγμα, οικονομική, τεχνολογική και πολιτική εξάρτηση, πολύ σοβαρούς κινδύνους όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια των πληθυσμών, μη αναστρέψιμα περιβαλλοντικά σφάλματα και αποτυχίες, έκτακτα εσωτερικά μέτρα δημόσιας τάξης), επιτίθεται και επιδιώκει να τροποποιήσει, καθιστώντας ανέφικτο, ένα δημοκρατικό μέσο πάλης, από τα κάτω, και προστασίας των μειονοτήτων, όπως το δημοψήφισμα, δέχεται να εξαλείψει ολόκληρα άρθρα του δημοκρατικού Συντάγματος με τις νέες προτάσεις για τη δημόσια τάξη οι οποίες, επικίνδυνες από μόνες τους, αντιπροσωπεύουν την επικύρωση εκ των προτέρων του νόμου Reale, ενάντια στον οποίον το PCI είχε (αν και με το ζόρι) ψηφίσει […] «Εάν αυτό το είδος μέτρων γίνει νόμος, πιστεύω ότι η Ιταλία θα είναι αναμφισβήτητα η πιο ελεύθερη χώρα στον κόσμο για κυβερνήτες και αστυνομικούς, για να εκφοβίζουν να παραποιούν, να παραβιάζουν τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα. Με λίγα λόγια, ο φασιστικός κώδικας θα καταλήξει να μοιάζει με παράδειγμα φωτισμένου φιλελευθερισμού, και το Σύνταγμα, που δεν εφαρμόστηκε για πολλά χρόνια σε πολλά μέρη του, υπονομεύεται τώρα αποφασιστικά: αυτό είναι το τίμημα, απολύτως παράλογο, που η ιστορική αριστερά πληρώνει για την «εξουσία».» (15).
Από το Παρίσι μια ομάδα γάλλων διανοουμένων συντάσσει μια έκκληση (βλέπε κεφάλαιο 11) κατά της καταστολής στην Ιταλία Η πρωτοβουλία προκαλεί μια σκληρή δημόσια διαμάχη μεταξύ των ιταλών διανοουμένων σχετικά με το ρόλο τους σε σχέση με τη συνεχιζόμενη πολιτική σύγκρουση μεταξύ του κομματικού συστήματος και του κινήματος. Η συζήτηση σύντομα ξεπερνά τις έδρες της επίσημης πνευματικότητας, συγκεκριμενοποιούμενη μέσα στην πρόταση για μια εθνική συνδιάσκεψη του Κινήματος επάνω στην καταστολή που καλείται για τον σεπτέμβριο στη Μπολόνια. Ενώ το Κ.Κ.I., το οποίο κυβερνά την πόλη, δεν αντιτίθεται στο σχέδιο, αποδεχόμενο την «πρόκληση», σχεδόν ολόκληρος ο τύπος τονίζει το γεγονός, απεικονίζοντας καταστροφικά σενάρια σύμφωνα με οποία ορδές ένοπλων χουλιγκάνων θα μπορούσαν να προκαλέσουν εκτεταμένες λεηλασίες και καταστροφές. Για την περίσταση, το υπουργείο εσωτερικών προδιαθέτει έξι χιλιάδες αστυνομικούς για να φρουρούν τα νευραλγικά σημεία της πόλης, ειδικά γύρω από τη φυλακή, όπου ορισμένα μέλη του κινήματος είναι έγκλειστα και το δικαστικό σώμα θεωρεί πως είναι υπεύθυνα για την «συνωμοσία» των εξεγερτικών ημερών του μαρτίου. Και η τοπική ομοσπονδία του Κ.Κ.Ι., μετά τη διακήρυξη από το στόμα του αρχηγού του και δημάρχου της πόλης Zangheri «Μπολόνια, η πιο ελεύθερη πόλη του κόσμου», ενεργοποιεί το σύνολο των αγωνιστών του με λειτουργίες «ελέγχου και επαγρύπνησης».
Στο κίνημα η είδηση για το ραντεβού της Μπολόνια δημιουργεί αυθόρμητα μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση. Στις 22, 23 και 24 σεπτεμβρίου η Μπολόνια εισβάλλεται από εκατό χιλιάδες νέους που προέρχονται από όλη την Ιταλία, ακόμη και από τα πιο περιφερειακά κέντρα. Τρένα, λεωφορεία, φάλαγγες αυτοκινήτων μεταφέρουν ποτάμια πολύχρωμου κόσμου με σακίδια, κουβέρτες, υπνόσακους, κοστούμια, μουσικά όργανα. Οι δρόμοι του κέντρου διασχίζονται από ασταμάτητες ροές χιλιάδων ανθρώπων. Οι πλατείες, τα πάρκα, τα δημόσια κτίρια μετατρέπονται σε τεράστιους καταυλισμούς.Στους δρόμους ζωγραφίζουν, χορεύουν, τραγουδούν, παίζουν, παίζουν και ακούν μουσική, θέατρο, κινούμενα σχέδια. Aλλά δεν είναι μόνο ένα «συνεχές πάρτι» που το ζουν ως ανάγκη να συναντηθούν, να μιλήσουν και να αναμετρηθούν μέσα στον πλούτο των διαφορετικών αμοιβαίων εμπειριών.





Περιμέναμε κάτι μαγικό, δημιουργήθηκε μια δραματική προσδοκία και ένα ξεκάθαρο χάσμα μεταξύ του κλειστού γηπέδου που ήταν ο καθορισμένος τόπος της πολιτικής τάξης και τoυ χώρου της στράτευσης των διαφόρων ομάδων, και από την άλλη πλευρά ενός μεγάλου αριθμού των μορφών ζωντάνιας και κίνησης και μαζικού θεάματος. «Όλοι είχαν έρθει στη Μπολόνια με μεγάλες προσδοκίες που είχαν απογοητευτεί. Στο αίτημα μιας μετα-οργανωτικής λύσης, το πολιτικό στέλεχος επαναπρότεινε το παλιό μοντέλο ως απάντηση, και οι άλλοι δεν είχαν ούτε την ενέργεια ούτε την επινόηση ικανές να δώσουν μια νέα πολιτική λύση, επειδή δεν υπήρχε μια πολιτική λύση. »Η πορεία που κλείνει το συνέδριο, επιβλητική και υπέροχη, πορεύεται για ώρες και ώρες. Παρά τη λεκτική επιθετικότητα των συνθημάτων δεν υπάρχει σύγκρουση με την αστυνομία. Στο τέλος μια λεπτή αίσθηση πικρίας, απογοήτευσης, αποθάρρυνσης συντροφεύει τον κόσμο πίσω στις περιοχές τους και στους τόπους ζωής και αγώνα τους. Όλοι υπόσχονται πως θα συνεχίσουν, θα προχωρήσουν, αλλά κανείς δεν μπορεί να κρύψει το δραματικό ερώτημα στον εαυτό του: μπροστά πως; μπροστά που; «

Reblogged στις Αέναη κίνηση.