Καταστρέψτε τον χρόνο των αφεντικών, A
Το ότι όλα συνεχίζονται «έτσι» είναι η καταστροφή. Walter Benjamin, Zentralpark.
Το «Κίνημα του εβδομήντα επτά» ονομάζεται έτσι επειδή οι ίδιοι
που το αποτελούσαν του έδωσαν αυτό το όνομα ενώ περνούσε.
Σπάνιο στις μέρες μας: έχουμε συνηθίσει, στην πραγματικότητα, να είναι
πάντα οι άλλοι -δημοσιογράφοι, δικαστές, αστυνομικοί, διανοούμενοι- αυτοί που ασκούν τη μαγική ικανότητα να «δίνουν όνομα» στα επαναστατικά γεγονότα
των οποίων είναι εχθροί, ή επί των οποίων απλώνεται η
μακρά σκιά της ιστορίας των νικητών. Αυτοί, οι νικητές,
προτιμούν να αποκαλούν αυτή την περίοδο «χρόνια του μολυβιού». Το ’77 είναι η σφαίρα
του χρόνου που ακόμα δεν μπορούν να εκλογικεύσουν.
Γνωρίζουμε ότι οι λέξεις, τα ονόματα και οι εικόνες είναι ένα πεδίο
μάχης όχι λιγότερο σημαντικής από άλλες, συχνά ακόμη και αποφασιστικής,
και το γεγονός ότι αυτό το συμβάν συνεχίζει να ονομάζεται ακόμη έτσι—Κίνημα του εβδομήντα επτά— δείχνει ότι οι άλλοι δεν έχουν ακόμη κερδίσει πλήρως. Όπως συνεχίζει παρ’ όλα αυτά, να είναι ο «Μάιος» των δέκα χρόνων πριν, το όνομα της κομμουνιστικής νεολαίας του 20ού αιώνα. Αλλά
το ‘77 δεν ανακτήθηκε ποτέ από τη μεγάλη δημοκρατική και προοδευτική αφήγηση, όπως συνέβη με το ‘68, και αυτό είναι μαρτυρία για άλλη μια φορά, όχι
μόνο λόγω της ριζοσπαστικής του φύσης αλλά γιατί έχει κάτι που μας απασχολεί ακόμη.
Το ’77 ήταν η χρονιά, πράγματι, κατά την οποία ο αγώνας πάνω και εντός της
γλώσσας, από τη μια και από την άλλη πλευρά, έπαιξε έναν ρόλο που ποτέ άλλοτε
είχε ένα τόσο σαφές επίπεδο. Ναι για το Κράτος και τα ΜΜΕ
όλα παίζονταν στη σημασιολογική αλλοίωση της αλήθειας και στην αναγωγή των
Pianoforte sobre las barricadas:
el Movimiento, la insurrección, las bandas,
la dispersión (1977)3.
180 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
ενεργειών της σύγκρουσης σε εγκληματικές πράξεις —όταν διαβάζεις πολλές
των εφημερίδων της εποχής είναι δύσκολο να καταλάβεις πως κάποια επεισόδια που παρουσιάζονται στα «μαύρα χρονικά» ήταν στην πραγματικότητα εκφράσεις
του αγώνα—, για το Κίνημα το πρόβλημα, έγραψε το Α/τραβέρσο, δεν ήταν
να καταγγείλει το πλαστό της γλώσσας της εξουσίας, αλλά να δείξει και μετά
να διαρρήξει την αλήθεια της, την τάξη της Πραγματικότητάς της, να κάνει το «παραλήρημα» της να αναδυθεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον άρχισαν να σαμποτάρουν την εγκυρότητα της μιλώντας με
τη φωνή της εξουσίας, με τα λόγια της αλλά παράγοντας ψεύτικα σημάδια που
έδειχναν την κρυμμένη αλήθεια της εξουσίας, αυτή εναντίον της οποίας στράφηκε η εξέγερση: «Ψεύτικες πληροφορίες που παράγουν πραγματικά γεγονότα […] η πραγματικότητα μεταμορφώνει τη γλώσσα, η γλώσσα μπορεί να μεταμορφώσει την πραγματικότητα».1
Συμπτωματικό σχετικά ήταν ένα επεισόδιο που συνέβη στη Μπολόνια τον
ιανουάριο, όταν ένα κύτταρο των μαοντανταϊστών διένειμε ένα ψεύτικο φυλλάδιο της
Confindustria (της εθνικής ένωσης εργοδοτών) σε μια δημόσια συνέλευση του PCI-ΚΚΙ, στο οποίο οι κομμουνιστικές πολιτικές για την εργασία επαινούνταν υπερβολικά: όλοι οι γραφειοκράτες νόμιζαν ότι ήταν
αληθινό και έγνεφαν χαρούμενοι καθώς διάβαζαν. οι εργάτες, στους οποίους
διανεμήθηκε την επόμενη μέρα, αποκρυπτογράφησαν αμέσως το παιχνίδι με το
αλάθητο ταξικό τους ένστικτο. Η εκδοτική δραστηριότητα του κινήματος παρήγαγε δεκάδες
και δεκάδες «ψεύτικα» τριγύρω στο ’77, ακριβώς για να δείξουν,
μέσα από μια φαινομενική υπερβολή ή αντιστροφή του πραγματικού, αυτό που πραγματικά
επιθυμούσε η εξουσία.
Υπήρξαν και άλλες προσπάθειες να δοθεί ένα όνομα στην εξέγερση του ’77.
Για παράδειγμα, υπήρχαν μέσα του αυτοί που το αποκάλεσαν «κίνημα των μη εγγυημένων
no garantizados [non garantiti]», αναφερόμενοι στην κοινωνική του σύνθεση,
που αποτελείται κυρίως από φοιτητές, επισφαλείς εργάτες, άνεργους, γυναίκες, ομοφυλόφιλους, οποιοδήποτε πλέμπα, που εναντιώνονταν συνολικά στους εγγυημένους,
garantiti, οι οποίοι, κατ’ αρχήν ταυτίζονται με την «εργατική αριστοκρατία», την οποίαν υπερασπίστηκε το συνδικάτο και το PCI, και μετά στους υπόλοιπους
της ενσωματωμένης κοινωνίας. Υπήρχε και μια προσπάθεια, έξω από αυτό
το χρονικό διάστημα, από τον Asor Rosa —καθηγητή ιταλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο, Universidad La Sapienza ‘
Σαπιέντζα της Ρώμης — πρώην εργατιστή, που έγινε ένας από τους διανοούμενους ηγέτες
του PCI, οι οποίοι μάλιστα επινόησαν μια θεωρία που έδωσε τίτλο στο δικό του
διάσημο τόμο που επιμελήθηκε ο Einaudi, The Two Societies-Las dos sociedades.2
Σε αυτό το βιβλίο
ζωγράφιζε, διακριτικά, με λεπτότητα, τη σκηνή μιας Ιταλίας κατεστραμμένης από την «κρίση»
στην οποία συγκρούονταν δύο κοινωνικά και μάλιστα ανθρωπολογικά μοντέλα:
1 A/traverso, φεβρουάριος febrero de 1977.
2 Asor Rosa, Οι δυο κοινωνίες, Las dos sociedades, Turín, Einaudi, 1977.
Pianoforte sobre las barricadas 181
αυτό της «οργανωμένης εργατικής τάξης» (από αυτούς), που αντιπροσώπευε την «πρώτη κοινωνία», αυτή των παραγωγών, ενάντια σε αυτό του «κινήματος των
περιθωριοποιημένων», τη «δεύτερη κοινωνία», ένα γκέτο κατά τη γνώμη του μη παραγωγικό, κατηγορούμενο επιπλέον πως είναι η υλική και ιδεολογική βάση ενός
νέου αντικομμουνισμού. Η συνέπεια αυτής της θεωρίας του ήταν ότι «ο αγώνας
δεν γίνονταν πλέον για να επιβληθεί μια διαφορετική πολιτική υπόθεση μέσα στις ίδιες
τις μάζες, αλλά ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κοινωνίες».
Στη μελετημένη προβοκάτσια του, η θέση του σοσιαλδημοκράτη καθηγητή
περιείχε κάποια αληθινά στοιχεία – δεν είναι ψευδές να πούμε ότι αυτό που συγκρούονταν στους δρόμους του ’77, ήταν περισσότερο από δύο διαφορετικές πολιτικές,
δύο διαφορετικές «κοσμοθεωρίες»—αυτή των
non-garantiti παρουσιάζεται να μοιάζει μπανάλ λόγω της κακής διαλεκτικής μεταξύ εργαζομένων και
ανέργων, μεταξύ αυτών που έχουν πολιτική εκπροσώπηση και αυτών που δεν έχουν,
μεταξύ εκείνων που έχουν πρόσβαση στο δίκαιο και εκείνων που δεν έχουν πρόσβαση.
Επιπλέον, το να χαρακτηρίζεται κάποιος
αρνητικά είναι πάντα ατυχές για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων, όπως και σε αυτήν την περίπτωση, επειδή φαίνονταν πως αγωνίζονταν ώστε να επιτύχεουν τις
ίδιες «εγγυήσεις» του αντιπάλου. Σχετικά με τον αντικομμουνισμό, που άφηνε να εννοηθεί,
των «παριών», καλύτερα να απλώσουμε ένα χοντρό πέπλο πάνω σε εκείνους τους
εμπόρους εξωγήινων ιστοριών, επάνω σε εκείνους τους Noske που, παρηκμασμένοι
στην Ευρώπη, έχουν κάνει ένα όνομα στο έδαφος της πολιτικής αστυνομίας
του συλλογικού κεφαλαίου.
Ο Asor Rosa και το PCI έκαναν εντελώς λάθος και στην ανάλυσή τους σε ένα
ουσιώδες σημείο: οι «παρίες» των οποίων κουτσομπόλευε ήταν
στην πραγματικότητα ένα σύνολο προλεταριακών στρωμάτων που ήδη αποτελούσαν την
εικονική πλειοψηφία μιας ταξικής σύνθεσης υψηλά μορφωμένης,
που μόλις πριν λίγο είχε ριχτεί ολοκληρωτικά στον νέο τρόπο παραγωγής. ενώ αυτοί που μετατρέπονταν αληθινά
σε περιθώριο ήταν οι παλιές φιγούρες της εργατικής τάξης, στους οποίους είχε δοθεί
να ψηφίζουν και στους οποίους δεν μπόρεσαν να εγγυηθούν τίποτα, ούτε καν
μια τιμητική ήττα, πέρα από «κυβέρνηση» και «δίκαιους μισθούς»!
Το ’77, το σίγουρο είναι ότι τα μεγάλα εργοστάσια δεν είχαν πια
πρακτικά καμία σημασία, αφού η παραγωγή είχε σβήσει, είχε εξωτερικευτεί,
είχε ανατεθεί σε εξωτερικούς συνεργάτες, κατακερματισμένη, μηχανογραφημένη. Ένας παλιός ηγέτης των
ερυθρών Ταξιαρχιών θυμάται: «Μια απεργία, έστω και μικρή, στο Μιραφιόρι
το 1972 σήμαινε επίθεση στην καπιταλιστική κυριαρχία στα εργοστάσια, προεικόνιζε έναν αγώνα εξουσίας που εξαπλωνόταν […], σήμαινε ότι βρισκόμασταν στην
επίθεση […]. Μια μεγάλη απεργία στο ίδιο εργοστάσιο το 1977 […]
σήμαινε, αντ’ αυτού, να υπερασπιζόμαστε με τα δόντια, και ίσως απελπισμένα, κάτι που ο Agnelli είχε ήδη ξεπεράσει μετακινώντας την παραγωγή του
182 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
σε άλλο μέρος».3
Πράγματι, το Κίνημα του ’77 επεκτείνεται περαιτέρω
σε πόλεις όπως η Ρώμη, η Μπολόνια ή η Πάντοβα, δηλαδή σε εδάφη όπου
δεν υπήρχε μια μαζική βιομηχανική εργατική τάξη και κοινωνικά ηγεμονική, όπως στο Μιλάνο και το Τορίνο, αλλά μάλλον ένα διάχυτο προλεταριάτο
στις υπηρεσίες, στο πανεπιστήμιο, στις περιφέρειες, στις μικρές
επιχειρήσεις. Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε εκείνα τα εδάφη υπήρχε μια
όξυνση της σύγκρουσης, προσωπικά δεν θα έκανα μια γενικευμένη ανάγνωση αυτού του «γεωγραφικού» γεγονότος, αφού η δύναμη του κινήματος
στην πραγματικότητα συνίστατο στη μοριακή μορφοποίηση του εαυτού του ώστε να διεισδύσει παντού,
μολύνοντας κάθε κοινωνικό στρώμα και αφήνοντας το στίγμα του ακόμη και στις περισσότερο
μικρές από τις πόλεις. Το γεγονός, πέρα από αυτό που θέλουμε να κάνουμε,
είναι ότι αν ταυτίσουμε τη «δεύτερη κοινωνία» με τους μη εγγυημένους, τους
επισφαλείς και περιθωριοποιημένους, σήμερα (εκείνη η δεύτερη κοινωνία) έχει μετατραπεί
στην πρώτη και μοναδική διαθέσιμη.
Έτσι, αν θέλαμε να κάνουμε μια σχεδόν «οικονομιστική» ανάγνωση του ’77, θα έπρεπε να την εστιάσουμε στην εξέγερση αυτών των προλεταριακών στρωμάτων.
τα οποία αντιλήφθηκαν ότι οι κύριοι έριχναν
επάνω στα κεφάλια τους την κρίση της εργασιακής αξίας, ότι η επισφάλεια δεν θα είναι
μια παρένθεση στην εξέλιξη που έρχονταν, αλλά η ουσία της. και πως
όλα αυτά σήμαιναν το τέλος κάθε ταξικής αλληλεγγύης και τη φυλάκιση
μέσα σε έναν αχαλίνωτο ατομικισμό που άρχιζε να αναδύεται στις πτυχές
του νέου τρόπου παραγωγής. Σε όλα αυτά αντέταξαν μια εξέγερση
των μαζών προσπαθώντας, μεταξύ ενθουσιασμού και απελπισίας, να φορτσάρουν τα
γεγονότα, επιταχύνοντας μια επαναστατική διαδικασία πριν η
νεοφιλελεύθερη στροφή να μετατραπεί σε χιονοστιβάδα.
Ίσως ως γενική ανάγνωση είναι μερική, αλλά όχι λάθος. Ειλικρινά, αν το σκέφτομαι τώρα, είναι καλύτερα
«παρίες» στην εξέγερση παρά να μετατραπούν σε πολίτες μιας αυτοκρατορίας
καπιταλιστικής που οδηγεί στην αυτοκτονία. εκατό χιλιάδες φορές καλύτερα χαρούμενοι (αυτο)παρίες παρά θλιμμένοι «εργάτες έργων», σκλάβοι εταιρείας,
προορισμένοι στην συντριβή, παθητικοί θεατές της δικής τους ατέλειωτης
μοναξιάς.
Είναι ένα πράγμα να λες πως
η αναδιάρθρωση είχε ως αποτέλεσμα έναν νέο τρόπο καπιταλιστικής παραγωγής
3 Συνέντευξη στον Mario Moretti, στο Una sparatoria tranquilla. Per una storia orale del ‘77, Μια ήσυχη ανταλλαγή πυροβολισμών. Για μια προφορική ιστορία του ’77, Roma,
Odradek, 1997.
Pianoforte sobre las barricadas 183
όπου η άυλη εργασία είναι ηγεμονική, ή καλύτερα, η Βιοεξουσία και η Κυβερνητική, και άλλο είναι να υποστηρίζουμε ότι η εργασία στον κυβερνοχώρο είναι το μεγαλύτερο αποτέλεσμα του κινήματος των αυτονομιών ή, μάλλον, ότι
σήμερα θα έπρεπε να διεκδικούμε σαν κάτι θετικό τις αξίες αυτής
της εργασίας και παραγωγής της υποκειμενικότητας, και ότι, πιθανόν, οι αστυνομικές παγίδες όπως το Facebook, πρέπει να θεωρηθούν νέα εργαλεία
συλλογικής απελευθέρωσης. Η βασική ιδέα είναι, στην πραγματικότητα, πάντα η ίδια,
δηλαδή να συναγάγει από τον τρόπο παραγωγής το «νέο υποκείμενο» που πρέπει
να οδηγήσει τον συλλογικό μετασχηματισμό μέσω μιας ρυθμισμένης μορφής
της σύγκρουσης, η οποία περιορίζεται σε μια διαπραγμάτευση πάνω στην ένταση της
εκμετάλλευσης και το κομμάτι της διακυβέρνησης που πρέπει να διαχειρίζεται «αυτόνομα».
Θα αρκούσε να διαβάσετε οποιαδήποτε παρέμβαση στις συνελεύσεις του ’77, ή κάποια από αυτές που συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο-συζήτηση I non garantiti,4, Οι μη εγγυημένοι, ένα «συγκρατημένο, μετριοπαθές» κείμενο για την εποχή, για να συνειδητοποιήσετε ότι αυτό που είχαν
στο σώμα τους αυτοί οι «παράξενοι φοιτητές» ήταν πολύ διαφορετικό. Το γεγονός οτι
όλα, όπως θα δούμε, θα εκραγούν γύρω και μέσα στο Πανεπιστήμιο
δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πολλοστό φοιτητικό κίνημα που απαιτούσε την είσοδο στην εργατική κοινωνία: αυτό του ’77
δεν ήταν ένα κίνημα για την εργασία, αλλά για την καταστροφή της. Η γενικευμένη συμπεριφορά του Κινήματος προς την εργασία ήταν καλά εφοδιασμένη με αστεία: συχνά ειρωνικά αλλά σοβαρά, του τύπου «δουλέψτε όλοι,
αλλά πολύ λίγο και χωρίς καμία προσπάθεια», ή στις διαδηλώσεις, όταν
άρχιζαν να φωνάζουν «35 ώρες!» αναφερόμενοι στο αίτημα των εργατών για
μείωση της εργάσιμης ημέρας, συνέχιζαν φωνάζοντας «34 ώρες!,
33 ώρες!» και ούτω καθ’ εξής μέχρι «μία ώρα!«.
Η κατασκευή σεναρίων
που σχετίζονταν με τη σφαίρα της παραγωγικής δραστηριότητας ήταν, ακόμη και μέσα
στην ποικιλομορφία της, ενοποιημένη στην ιδέα μιας κοινωνικής συνεργασίας
κομμουνιστικής, που δεν θα βασίζεται πλέον στην ανταλλακτική αξία και την παραγωγή
αξίας της εργατικής-δύναμης, αλλά στην αξία χρήσης της δύναμης-επινόησης
και στην αλληλεγγύη μεταξύ των κόσμων της προλεταριακής εμπειρίας. Σίγουρα:
η επαναστατική ρήξη στο παρόν παρέμεινε κατά κάποιο τρόπο
η προϋπόθεση κάθε έργου, κάθε προγράμματος, κάθε σχεδιασμού για το μέλλον (σχεδιασμός που, από την άλλη, ποτέ δεν γοήτευσε
πολύ κόσμο). Το κοινό που, σήμερα όπως και χθες, συμβαίνει στα επαναστατικά κινήματα, αυτό από το οποίο όλα μπορούν να προκύψουν και όπου τα πάντα μπορούν να
φτάσουν σε ένα τέλος δεν φαίνεται να κατοικεί σε κανένα απόκρυφο της φύσης ούτε
της οικονομίας, αλλά σε αυτό που κάνει μέσα στους αγώνες να ανασυντεθούν
4 I non garantiti, Οι μη εγγυημένοι, Roma, Savelli, 1977.
184 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
αυτά που το κεφάλαιο διαχωρίζει, και αυτό συμβαίνει πάντα μέσω της άσκησης μιας
παρτιζάνικης βίας που επιχειρεί να εκμηδενίσει το εχθρικό περιβάλλον εντός του
οποίου η καπιταλιστική κυβέρνηση φυλακίζει την ίδια τη ζωή.
συνεχίζεται
